- ελάτειρα
- ηβλ. ελατήρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλάτειρα — ἐλάτειραν fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… … Dictionary of Greek